σούρα

σούρα
η
1. πτυχή: Το φόρεμά της έχει σούρες στη μέση.
2. μεθύσι: Απ' τη σούρα του δε βλέπει τίποτε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σούρα — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κοίλης Συρίας, χτισμένη στις όχθες του Ευφράτη, έδρα της 16ης ρωμαϊκής λεγεώνας. Καταστράφηκε από τον Χοσρόη, αλλά ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό. Ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη Χαμάμ. 2. Πόλη της Μ. Ασίας, στα …   Dictionary of Greek

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Сура (поселение в Сирии) — У этого термина существуют и другие значения, см. Сура. Сура (греч. Σούρα)  город, существовавший в древности и раннем средневековье на территории Сирии. Сура располагалась на правом берегу Евфрата, к северо северо востоку от Пальмиры. Город …   Википедия

  • γρίλα — η 1. πτυχή, σούρα 2. ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γριά] …   Dictionary of Greek

  • ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • σουρεύω — Ν [σούρα] λέω σούρες, κακολογώ, δυσφημώ, συκοφαντώ …   Dictionary of Greek

  • σούρωμα — το, Ν [σουρώνω] 1. διήθηση, στράγγισμα 2. πτύχωση 3. μεθύσι, σούρα …   Dictionary of Greek

  • σούφρα — η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα 2. ρυτίδα 3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία 4. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού 5. σούφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *sup(p)la < *supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”